μαλαματικά

μαλαματικά
τα
κοσμήματα από χρυσό και ασήμι, χρυσαφικά και ασημικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάματα + κατάλ. -ικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαλαματικά — τα τα χρυσαφικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”